Έγραφε ο Αντώνης Σαμαράς από τις στήλες της κυριακάτικης
Καθημερινής: «Πριν από σαράντα χρόνια, τέτοιες μέρες, έφτανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην Ελλάδα, έπειτα από χρόνια εξορίας, για να παραλάβει τη χώρα στη δίνη μιας εθνικής καταστροφής και στο κατώφλι μιας εσωτερικής κατάρρευσης, ύστερα από 7 χρόνια δικτατορίας». Ο Καραμανλής τα κατάφερε, η Ελλάδα απέκτησε σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς, μπήκε στην Ευρώπη. «Αυτή ήταν η Μεταπολίτευση του 1974», γράφει ο Σαμαράς.
Όμως ο Καραμανλής δεν ήταν «εξόριστος» λόγω Χούντας αλλά είχε φύγει το 1964 με ψεύτικο διαβατήριο στο όνομα Τριανταφυλλίδης μετά την ήττα της ΕΡΕ στις εκλογές. Τον Καραμανλή τον είχε διώξει το κίνημα που ξέσπασε μετά τη δολοφονία Λαμπράκη και στη συνέχεια κορυφώθηκε στα Ιουλιανά. Τις απόψεις του για την πορεία που πρέπει να πάρουν τα πράγματα τις διαβάζουμε σε μια επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, που περιλαμβάνεται στα αρχεία του, δημοσιευμένο από το ομώνυμο ίδρυμα:
«Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του έθνους», διαβάζουμε (6.9.1969). «Η ευκαιρία αυτή θα πρέπη να αξιοποιηθή διά να καταστή εις το μέλλον δυνατή η λειτουργία της Δημοκρατίας εις τον τόπον μας. Και θα αξιοποιηθή εάν η επανάστασις: 1) Πιστέψη ειλικρινώς εις τον μεταβατικόν της χαρακτήρα. 2) Λάβη τα αναγκαία και γνωστά εις όλους μας μέτρα διά την εξυγίανσιν της εθνικής μας ζωής, αδιαφορούσα διά την δημοτικότητά της. 3) Καταρτίση Σύνταγμα της κυβερνουμένης αντί της κυβερνώσης Δημοκρατίας, και 4) δημιουργήση τας προϋποθέσεις ακινδύνου επανόδου εις την ομαλότητα. Διότι δεν θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν» («Καθημερινή», 17.4.2005).
Σε αυτό το εξοργιστικό κείμενο που αποκαλεί τη χούντα «επανάσταση», οι φράσεις-κλειδιά είναι «ακίνδυνη επιστροφή στην ομαλότητα» και «κυβερνώμενη όχι κυβερνώσα δημοκρατία». Δηλαδή ο Καραμανλής ήθελε να παραδώσουν ομαλά τα ηνία οι στρατιωτικοί σε πολιτικούς και το προϊόν αυτής της συνδιαλλαγής μεταξύ χουντικών και πολιτικών να είναι ένα αυταρχικό κοινοβουλευτικό καθεστώς με το εργατικό κίνημα, τη νεολαία, τους φοιτητές, τους αγρότες, φιμωμένους και περιορισμενους.
Ο Καραμανλής ήρθε στην Ελλάδα το βράδυ της 23 Ιούλη του 1974. Η κυβέρνηση που ορκίστηκε την επόμενη μέρα φιλοδοξούσε να ενσαρκώσει αυτό το σχέδιο της «ομαλής μετάβασης». «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» παρέμενε ο στρατηγός Γκιζίκης (που όρκισε την νέα κυβέρνηση). Ο Γκιζίκης ήταν στρατιωτικός διοικητής Αθηνών όταν έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, δηλαδή ήταν άμεσα αναμεμειγμένος στην αιματοβαμμένη καταστολή της. Αυτός ο άνθρωπος παρέμεινε στη θέση του «Προέδρου» μέχρι τον Δεκέμβρη του 1974 ύστερα από παράκληση του ίδιου του Καραμανλή.
Υπουργός Δημοσίας Τάξεως έγινε ο Σόλωνας Γκίκας. Ήταν ο πρώτος αρχηγός του ΙΔΕΑ, της μυστικής οργάνωσης των αξιωματικών που έδρασε στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 με σκοπό να «σώσει τη χώρα» από τον κομμουνισμό και να επιβάλει μια στρατιωτική δικτατορία. Οι χουντικοί του 1967 βγήκαν από τα σπλάχνα του ΙΔΕΑ. Ο Γκίκας ήταν υπουργός στις κυβερνήσεις της ΕΡΕ του Καραμανλή και ένας από τους πρωτεργάτες των εκλογών βίας και νοθείας του 1961. Ο Ε. Αβέρωφ, που στη δεκαετία του ’80 έγινε κι αρχηγός της ΝΔ, ανέλαβε υπουργός Άμυνας. Είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «ο γεφυροποιός» για τις επαφές του με τη χούντα.
Ακούγεται συχνά η άποψη ότι ο Καραμανλής κι οι στενοί του συνεργάτες επέλεξαν τον ρεαλιστικό δρόμο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Με τον πόλεμο στην Κύπρο να μπαίνει στη τελική φάση του, δεν ήθελαν να προκαλέσουν τα «υπολείμματα» της δικτατορίας. Έπρεπε πρώτα να σιγουρέψουν τη νέα κυβέρνηση.
Έτσι βολικά μπαίνουν κάτω από τα χαλί, όλες οι προσπάθειες του Καραμανλή να κρατήσει όσο το δυνατόν ανέπαφους τους μηχανισμούς της χούντας. Έπρεπε να φτάσει ο Οκτώβρης για να συλληφθούν ο Παπαδόπουλος, ο Πατακός κι ο Μακαρέζος. Η δίκη των χουντικών έγινε τον επόμενο χρόνο και ο κύκλος των κατηγορούμενων περιορίστηκε μόνο σε ένα μικρό αριθμό που κρίθηκαν ένοχοι. Με απόφαση του Άρειου Πάγου, το πραξικόπημα χαρακτηρίστηκε «στιγμιαίο αδίκημα» και έτσι γλύτωσαν όλοι οι υπουργοί και συνεργάτες του δικτατορικού καθεστώτος. Τα ίδια πάνω κάτω επαναλήφτηκαν με τις δίκες των βασανιστών της χούντας.
Οι εκλογές που προκήρυξε ο Καραμανλής για τις 17 Νοέμβρη του 1974 έδωσαν ένα 54% στην ΝΔ. Ένα μήνα μετά, στο δημοψήφισμα για το πολίτευμα, η μοναρχία έπαιρνε ένα 36% των ψήφων. Η στρατηγική του Καραμανλή δεν είχε ως φάρο την «σίγουρη οδό» προς τη δημοκρατία. Περισσότερο είχε να κάνει με την προσπάθεια να συσπειρώσει τη δεξιά (τη «δεξιά πολυκατοικία» που θα λέγαμε σήμερα) και να ξαναστήσει στα πόδια του το κράτος της άρχουσας τάξης που κλυδωνιζόταν.
Αυτό που φοβόντουσαν ήταν το σενάριο της Πορτογαλίας. Εκεί, μια προσπάθεια για ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στο κοινοβουλευτισμό, με πρωτοβουλία κομματιών της ηγεσίας του στρατού, είχε εκτροχιαστεί σε μια επαναστατική έκρηξη. Η πορτογαλέζικη άρχουσα τάξη χρειάστηκε δεκαοχτώ μήνες για να πετύχει την ανάσχεση αυτού του κινήματος, που στις εμβληματικές του στιγμές είδε ολόκληρα συντάγματα αλεξιπτωτιστών να διαδηλώνουν με τις εργοστασιακές επιτροπές και την επαναστατική αριστερά. Εκείνο το «καυτό καλοκαίρι» του 1974 το τι θα γινόταν στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα ήταν ακόμα ανοιχτό στοίχημα.
Πάντοτε οι απολογητές της άρχουσας τάξης προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ιστορία γίνεται εκεί που οι πολλοί δεν έχουν πρόσβαση, την κάνουν οι «μεγάλοι άνδρες» κι οι οραματισμοί τους. Αυτό λένε και για τη μεταπολίτευση όταν μας μιλάνε για τον Καραμανλή που εδραίωσε τη δημοκρατία. Πέρα από το ζήτημα πόσο «μεγάλες» ήταν προσωπικότητες του βεληνεκούς ενός… Γκίκα, η αλήθεια είναι ότι την ιστορία την γράφουν οι από κάτω, με τους αγώνες τους.
Στο ίδιο φύλλο της Καθημερινής (20 Ιούλη) δίνει συνέντευξη για τη μεταπολίτευση κι ο Μητσοτάκης. Πασχίζει να προβάλει διαπιστευτήρια αντιχουντικής δράσης και φυσικά να μας πείσει ότι μαζί με τον Καραμανλή χάραξαν τις βασικές γραμμές της αποκατάστασης της δημοκρατίας: «ατέλειωτα βράδια κουβεντιάζαμε…» και άλλα τέτοια. Ευτυχώς που υπήρχε κι ο Μητσοτάκης δηλαδή…
Όμως, ο Μητσοτάκης ομολογεί, με το δικό του τρόπο, αυτό που έχει κάτσει στο λαιμό όλης της άρχουσας τάξης και που κάνει τους εκπροσώπους της να διαλαλούν κάθε τόσο το «τέλος» της μεταπολίτευσης:
«Το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία ήταν φυσικό να κυριαρχεί την επομένη της πτώσης της Χούντας... αλλά έπρεπε να υπάρχει και η φροντίδα να περιφρουρήσουμε το κύρος του κράτους, την ισχύ του νόμου της δημοκρατίας. Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να πάμε προς τον κρατισμό, προς υπερβολές στο θέμα των συνδικαλιστικών ελευθεριών, σε πράγματα τα οποία πληρώσαμε ακριβά και τα πληρώνει ακόμη και σήμερα ο τόπος».
Πράγματι, το «κύρος του κράτους» μπήκε στο στόχαστρο ενός μαζικού κινήματος των εργατών και της νεολαίας ξεκινώντας από το 1974. Ο κόσμος που συμμετείχε και στήριζε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, βγήκε στο δρόμο, να απαιτήσει την κάθαρση από τους χουντικούς μηχανισμούς, τα δημοκρατικά δικαιώματα, την ελεύθερη δράση της Αριστεράς, να χτίσει νέα συνδικάτα.
Τα συνθήματα εξέγερσης του Νοέμβρη «Γενική απεργία», «Κάτω το Κεφάλαιο», είχαν τη συνέχεια τους σ’ αυτά που ακολούθησαν μετά την κατάρρευση της Χούντας.
Στο κέντρο αυτής της έκρηξης βρέθηκε μια ριζοσπαστικοποιημένη εργατική τάξη. Δεν είναι καθόλου τυχαία η συστηματική επιμονή των κυβερνήσεων της δεξιάς να κρατήσουν τους χουντικούς «εργατοπατέρες» στην ηγεσία της ΓΣΕΕ και των συνδικάτων με κάθε δυνατό τερτίπι.
Στις 4 Οκτώβρη του 1974 οι εργάτες της Νάσιοναλ Καν, στη Μάντρα της Ελευσίνας κατέβηκαν σε απεργία καταγγέλλοντας την απόλυση ενός αγωνιστή εργάτη και διεκδικώντας αυξήσεις και σωματείο. Μαζί με τους Έλληνες απέργησαν και οι εκατοντάδες Πακιστανοί εργάτες που απασχολούσε ο εργοδότης. Με χρονολογική σειρά κατεβαίνουν σε απεργία οι τεχνικοί Τύπου, η ΙΤΤ, η Ήβη, η Ολυμπιακή, η Πεσινέ, οι μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη, τα ναυπηγεία της Ελευσίνας, οι γιατροί του ΚΑΤ, οι έκτακτοι του ΟΠΑΠ, οι μεταλλωρύχοι στο Μάδεμ-Λάκο, οι οικοδόμοι, οι τραπεζοϋπάλληλοι...
Στις αρχές του ’75 το σύνθημα «απεργία» συνεπαίρνει την εργατική τάξη. Τα μεγάλα εργοστάσια γίνονται τα κάστρα του απεργιακού αγώνα: Βιάμαξ, Βιοχάλκο, Ναυπηγεία, ορυχεία, Πίτσος, Εσκιμό, Τριαντέξ, Φούλγκορ, Βιοχρώμ, ΕΤΜΑ, Λαδόπουλος, ΜΕΛ, Ιζόλα, Τρικοπί…
Τα αιτήματα είναι σχεδόν κοινά: αυξήσεις, όχι απολύσεις, σωματείο, ελευθερίες στους χώρους δουλειάς. Οι απεργίες είναι πολυήμερες και σκληρές, συνήθως αναγκάζουν την εργοδοσία να υποχωρήσει. Η εμπειρία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου φέρνει ξανά την κατάληψη του εργοστασίου στο οπλοστάσιο του εργατικού κινήματος. Οι απεργιακές φρουρές (π.χ. στα ορυχεία ή στον Πίτσο) δίνουν σκληρές μάχες με τους ροπαλοφόρους του Καραμανλή. Εργατικές διαδηλώσεις κατακλύζουν την Αθήνα: οι απεργοί των Ναυπηγείων της Ελευσίνας κάνουν κατάληψη στην πλατεία Συντάγματος.
Οι εργάτες της ΜΕΛ από τη Θεσσαλονίκη έστηναν σκηνές στα Προπύλαια. Είχαν καταλάβει το εργοστάσιο, είχαν συγκροτήσει απεργιακή επιτροπή με την εφημερίδα της και όταν κατέβηκαν στην Αθήνα πήγαν στο Πολυτεχνείο στην πρώτη επέτειο της σφαγής.
Το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» συμβολίζει για τους Σαμαράδες και τους Μητσοτάκηδες τις «υπερβολές» της μεταπολίτευσης και της «ανευθυνότητας» της αριστεράς. Αυτό το σύνθημα το πρωτοφώναξαν οι απεργοί της ΜΕΛ.
Κι όπως είχε αποδείξει ο Μάης του 1968, όταν κινείται η εργατική τάξη, τροφοδοτεί και αναζωογονεί όλα τα κινήματα αντίστασης, τους αγώνες όλων των καταπιεσμένων. Αυτό έγινε στην μεταπολίτευση. Από τους αγώνες των «παραπηγματούχων» του Περάματος που έχει αποθανατίσει συγκλονιστικά στο ντοκυμαντέρ ο «Αγώνας» ο Θ. Μαραγκός, μέχρι τα πρώτα βήματα του κινήματος των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, κι από κει στους αγώνες των αγροτών, στα φοιτητικά αμφιθέατρα και στα μαθητικά θρανία.
Αυτοί οι αγώνες εξασφάλισαν ότι η πτώση της χούντας και η μεταπολίτευση δεν περιορίστηκε σε μια «αλλαγή ΝΑΤΟϊκής φρουράς».
Αν κάτι «πληρώνει ακόμα και σήμερα ο τόπος» δεν είναι οι «υπερβολές» της μεταπολίτευσης. Είναι ότι η Αριστερά έβαλε σαν όριο για το πού μπορούσε να φτάσει αυτό το κίνημα τις αντοχές του καπιταλισμού και της άρχουσας τάξης.
Η εργατική τάξη πολιτικοποιείται και οργανώνεται μέσα στους αγώνες της. Δεν είναι ξεχωριστές διαδικασίες. Το ζήτημα είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις κυριαρχούν σε αυτή τη διαδικασία. Την περίοδο της μεταπολίτευσης οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς που έβαζαν το πήχη ψηλότερα από την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» με τιμονιέρη τον Καραμανλή, μπορεί να είχαν την αύρα των αγωνιστών του Πολυτεχνείου, αλλά για μια σειρά λόγους δεν μπόρεσαν να βάλουν τη σφραγίδα τους.
Τα δυο κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, αποδέχθηκαν την κυβέρνηση του Καραμανλή και συνεργάστηκαν μαζί της σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα. Ήταν από την αρχή σύμφωνοι στον σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Καραμανλή, συμφώνησαν και συνεργάστηκαν μαζί του στο να γίνουν βουλευτικές εκλογές στις 17 Νοέμβρη και έβαλαν εμπόδια στο κίνημα οργάνωσης των εργατικών χώρων με τη δημιουργία εργοστασιακών σωματείων. Και φυσικά δεν παρέλειπαν να καταγγέλλουν κάθε αγώνα που ξέφευγε από τα όρια που έβαζαν ως έργο των «αριστεροχουντικών», των «προβοκατόρων» αριστεριστών.
Αυτή η πολιτική έδωσε τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να καρπωθεί το ριζοσπαστισμό του κινήματος της μεταπολίτευσης, ιδιαίτερα στην εργατική τάξη. Το κόμμα που υποσχόταν «στις 18 Σοσιαλισμό», έμοιαζε το κατάλληλο πολιτικό εργαλείο για να αλλάξει η κοινωνία με όπλο την «σωστή ψήφο» στην κάλπη. Σήμερα ξέρουμε πόσο κόστισαν εκείνες οι αυταπάτες
Η εργατική τάξη που παλεύει σήμερα δεν είναι άγραφο χαρτί. Κουβαλάει στη μνήμη της τις εμπειρίες των αγώνων της μεταπολίτευσης, αλλά και τις εμπειρίες της διάψευσης των ελπίδων από το ΠΑΣΟΚ, που δεν έγινε η τσόντα του Σαμαρά μέσα σε μια νύχτα. Αυτοί οι αγώνες έχουν βυθίσει στην κρίση τα δυο κόμματα που εξασφάλισαν την πολιτική σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια Αριστερά που θα μετατρέψει αυτές τις εμπειρίες σε πολιτική και θα φτάσει πέρα από εκεί που σταμάτησε το κίνημα της μεταπολίτευσης: στην νικηφόρα σύγκρουση με τον καπιταλισμό και το κράτος του. Η «Νέα Μεταπολίτευση» που όντως άρχισε, δεν θα είναι του Σαμαρά. Θα είναι δικιά μας.