Αρχές

 Θεωρητικό υπόβαθρο. Ιδεολογικές αρχές

Η Επαναστατική Σοσιαλιστική Διεθνιστική Ένωση (Ε.Σ.Δ.Ε.) έχει σαν στρατηγικό στόχο την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που αποτελεί το πρώτο και απαραίτητο βήμα για μια πλήρως ελεύθερη και αταξική κοινωνία, τον κομουνισμό. Για την επίτευξη αυτού του στόχου της στηρίζεται στον Επαναστατικό Μαρξισμό σαν μέθοδο και εργαλείο ανάλυσης.

Ο Επαναστατικός Μαρξισμός δεν είναι οικονομική θεωρία, που αποκαλύπτει τα προβλήματα που γεννά το καπιταλιστικό σύστημα, ούτε φιλοσοφική προσέγγιση, που ζητά από ηθική σκοπιά περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα. Ο Επαναστατικός Μαρξισμός είναι μια βαθιά επαναστατική θεωρία, μια μέθοδος ανάλυσης που εξηγεί την χρεοκοπία του καπιταλισμού, τα αδιέξοδα στα οποία οδηγά την οικονομία και την κοινωνία, την αναπόφευκτη ανάπτυξη της ταξικής πάλης και μας εξοπλίζει για την τελική ανατροπή του καπιταλισμού.

Η βασική κοινωνική δύναμη για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού είναι η εργατική τάξη, με την ευρύτερη έννοια των μισθωτών. Σ’ αυτή την πάλη, σε χώρες μέσης ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα και πολύ περισσότερο στις υποανάπτυκτες, η εργατική τάξη θα έχει συμμάχους της και τα φτωχά μικροαστικά στοιχεία των πόλεων (αυτό ισχύει και για τις ανεπτυγμένες χώρες) καθώς και τους αγρότες. Όμως αυτό δεν αναιρεί τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στη πάλη για τον σοσιαλισμό.

Ο σοσιαλισμός έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη πλήρους δημοκρατίας και ελευθερίας μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης. Το σταλινικό καθεστώς που επικράτησε στη Σοβιετική Ένωση είναι όχι μόνο έξω από τις αρχές μας, αλλά είναι απόλυτα εχθρικό προς την εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση.

Η έννοια του σοσιαλισμού είναι ταυτισμένη, από τη μια, με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την κοινωνικοποίηση και τον σχεδιασμό της οικονομίας για τις ανάγκες του συνόλου και, από την άλλη, με τον κοινωνικό έλεγχο-διαχείριση και διαφάνεια, δηλαδή την εργατική δημοκρατία.

Η προλεταριακή δημοκρατία είναι ταυτισμένη με τα εργατικά συμβούλια, τα οποία ασκούν πραγματική εξουσία, στα οποία υπάρχει εξαιρετικά αναπτυγμένη η δημοκρατία, η ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα της διαφωνίας, στα οποία όλοι οι αντιπρόσωποι σε όλα τα επίπεδα είναι άμεσα ανακλητοί και στα οποία υπάρχει πολυκομματισμός.

Με τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» εννοούμε τη προλεταριακή - εργατική δημοκρατία και περιγράφει το καθεστώς της εξουσίας της εργατικής τάξης στις συνθήκες του σοσιαλισμού.

Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τους κλασσικούς σε μια εποχή στην οποία η εργατική τάξη αποτελούσε μια μικρή μειοψηφία στον πληθυσμό, για να εξηγήσουν πως θα αφαιρούνταν η εξουσία και το δικαίωμα της εκμετάλλευσης από την τάξη των κεφαλαιοκρατών και συνοδευόταν από την εξήγηση πως στο εσωτερικό της εργατικής τάξης θα υπήρχε πλέρια δημοκρατία και ελευθερία. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στα σταλινικά καθεστώτα. Ο σταλινισμός αποτελούσε τη δικτατορία των προνομιούχων γραφειοκρατών (υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού) σε βάρος της εργατικής τάξης, επομένως όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου αλλά αποτελούσε άρνησή της.

Σήμερα, με την εργατική τάξη να αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού όχι μόνο στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες αλλά και στις χώρες μέσης ανάπτυξης, ο όρος «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν έχει νόημα. Επιπλέον μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές παρανοήσεις για το τι ακριβώς εννοούμε, καθώς η αστική τάξη θα αντιπαραθέτει σ’ αυτό την υπεράσπιση της «δημοκρατίας».

Αυτό καθόλου δεν αναιρεί την ορθότητα και επικαιρότητα της αναγκαιότητας της διάλυσης των μηχανισμών καταστολής του αστικού κράτους, (και του ίδιου του αστικού κράτους) όπως ανάλυσαν οι Μαρξ και Ένγκελς και ανάπτυξε ο Λένιν στο κλασσικό έργο του «Κράτος κι Επανάσταση» που αποτελεί ένα από τους πυλώνες της ανάλυσης και της στρατηγικής των μαρξιστών. Κι αυτό όμως το έργο, στη σημερινή εποχή, γίνεται πολύ πιο εύκολο, λόγω της τεράστιας συγκριτικά δύναμης της εργατικής τάξης σε σχέση με περασμένες ιστορικές εποχές Ο βαθμός στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί η εργατική δημοκρατία στο σοσιαλισμό έχει να κάνει, πρώτα και κύρια, με τις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούν, με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Στη συνέχεια έχει να κάνει με τη δυνατότητα επέκτασης της επανάστασης σε διεθνές επίπεδο.

Σε μια χώρα με αναπτυγμένη οικονομία και βιομηχανία και κατ’ επέκταση με μια μεγάλη αριθμητικά, καλλιεργημένη και με ψηλό μορφωτικό επίπεδο εργατική τάξη, σε σχέση με τις «αναπτυσσόμενες» χώρες, η εργατική δημοκρατία θα μπορεί να αποτελεί μια φυσιολογική και απλή καθημερινή λειτουργία. Σε χώρες οικονομικά καθυστερημένες θα υπάρξουν αναπόφευκτα δυσκολίες.

Ο σταλινισμός στην ΕΣΣΔ ήταν αποτέλεσμα κατ’ αρχήν της οικονομικής καθυστέρησης της χώρας και στη συνέχεια του γεγονότος ότι η εργατική επανάσταση δεν κατόρθωσε να νικήσει στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, την περίοδο 1918-23. Οι Μπολσεβίκοι και ιδιαίτερα ο Λένιν και ο Τρότσκι, που ήταν οι βασικές ηγετικές φυσιογνωμίες, έβλεπαν από την πρώτη στιγμή την Ρωσική επανάσταση σαν την απαρχή της πανευρωπαϊκής επανάστασης, θεωρώντας πως χωρίς τη βοήθεια της εργατικής τάξης των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, η επιβίωση της επανάστασης και ο σοσιαλισμός θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν στη Ρωσία.

Το βάρβαρο μονοκομματικό καθεστώς του σταλινισμού, η προσωπολατρία, η δικτατορία του Γενικού Γραμματέα και της Κεντρικής Επιτροπής μέσα στο ίδιο το κόμμα, δεν είχαν καμιά σχέση με τον μαρξισμό.

Η σταλινική γραφειοκρατία δεν αναπτύχθηκε με ένα «φυσιολογικό» τρόπο μέσα στο κόμμα και την κοινωνία. Δεν ήταν η φυσική προέκταση-εξέλιξη  του Λενινισμού, όπως υποστηρίζουν οι αστοί αναλυτές και οι απολογητές του σταλινισμού. Πέρασε μέσα από ένα εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο μέσα στο ίδιο το Μπολσεβίκικο κόμμα και εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές έχασαν τη ζωή τους στη μάχη ενάντια στο σταλινισμό.

Ο πιο επιφανής πολέμιος του σταλινισμού ήταν ο Λέων Τρότσκι, ο οποίος στάθηκε μέχρι το τέλος πιστός στις ιδέες της εργατικής-προλεταριακής δημοκρατίας, που ήταν το πρόγραμμα αλλά και η πράξη της πρώτης περιόδου της Οκτωβριανής Επανάστασης, μέχρι  το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου από τα μέσα του 1918 και μετά, οπότε και η δημοκρατία άρχισε να περιστέλλεται (Σοβιέτ της Κρονστάνδης).

Η έννοια της επανάστασης δεν έχει καμιά σχέση με τη δράση μικρών ένοπλων ομάδων, αλλά αφορά τις μεγάλες μάζες της κοινωνίας. Δεν έχει καμία σχέση επίσης με τη «λατρεία» της βίας και της αιματοχυσίας. Από την άλλη ο μαρξισμός αναγνωρίζει πως οι βίαιες συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες σε περιόδους κοινωνικής επανάστασης, ο βαθμός τους όμως εξαρτάται πάντα από τις συγκεκριμένες συνθήκες και παράγοντες. Γι’ αυτό και απορρίπτουμε τις θεωρίες περί «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό» που υποτίμησαν και υποτιμούν αυτό το γεγονός, δοκιμάστηκαν σε μια προηγούμενη ιστορική περίοδο (Χιλή), οδήγησαν επαναστάσεις σε ήττα και παρ’ όλα αυτά επιστρέφουν σήμερα έστω και με διαφορετικό τρόπο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ίδια η επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 και η κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους ήταν ουσιαστικά αναίμακτη. Και πως ανάμεσα στον Οκτώβρη του ‘17 και το ξεκίνημα του εμφύλιου πολέμου το καλοκαίρι του 1918 οι Μπολσεβίκοι δεν εκτελέσανε περισσότερους από 20 στελέχη της αντίδρασης. Η αιματοχυσία ξεκίνησε όταν οι στρατηγοί του τσάρου ξεκίνησαν τον εμφύλιο πόλεμο με την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών.

Η εργατική τάξη πρέπει να είναι προετοιμασμένη για την περίπτωση να αντιμετωπίσει τη μαζική βία της αστικής τάξης αλλά η επιδίωξή της θα είναι πάντα να πετύχει τους σκοπούς της με τον πιο ειρηνικό τρόπο που είναι δυνατό. Η έκταση της βίας εξαρτάται επομένως από το πόσο μεγάλη θα είναι η δύναμη της εργατικής τάξης, πόσο γρήγορη και αποφασιστική θα είναι η δράση της, και πόσο γρήγορα θα πάρει διεθνείς διαστάσεις η επανάστασή της. Μιλώντας το 1938 ο Τρότσκι εξήγησε πως ενώ ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία ήταν αναπόφευκτος, αν η Ρωσική επανάσταση δεν εκφυλιζόταν αλλά επεκτεινόταν σε μια από τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, οι επαναστάσεις που θ’ ακολουθούσαν από ‘κει και πέρα θα ήταν κατά τη γνώμη του ειρηνικές (καθώς οι αστικές τάξεις δεν θα είχαν τη δυνατότητα να επαναλάβουν τον εμφύλιο όπως στη Ρωσία).

Την επανάσταση δεν την κάνουν οι επαναστάτες κομμουνιστές, αλλά η επανάσταση γεννιέται μέσα από τις κοινωνικές εκρήξεις που προκαλούν τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος. Οι επαναστάτες κομμουνιστές προετοιμάζονται για την επανάσταση, γιατί χωρίς ένα επαναστατικό πολιτικό φορέα, οργανικά δεμένο και μπροστά στους αγώνες του μαζικού κινήματος, η επανάσταση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η επανάσταση σαν κοινωνικό φαινόμενο είναι αναπόφευκτη και αυτό το αποδεικνύουν άπειρα παραδείγματα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η νίκη της όμως δεν είναι αναπόφευκτη, γιατί χωρίς την ύπαρξη ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος είναι αναπόφευκτη η νίκη της αντεπανάστασης. Το χτίσιμο του επαναστατικού κόμματος είναι άρρηκτα δεμένο με την κατάχτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Το επαναστατικό κόμμα αντανακλά και εκφράζει τη συλλογική εμπειρία της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης, επεξεργάζεται νέα ζητήματα μέσα από μια οργανική σχέση και διάλογο με τις εργατικές μάζες, βοηθά στο συντονισμό και την οργάνωση των επιμέρους αγώνων και οργανώνει τις δράσεις που οδηγούν στην ανατροπή του καπιταλισμού όταν έχει κατακτήσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.

Το έργο της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης μπορεί να το φέρει σε πέρας μόνο η ίδια. Ο μαρξισμός δεν περιμένει ούτε μεσσίες, ούτε συμφωνεί με μικρούς συνωμοτικούς κύκλους, και τις μεθόδους της ατομικής τρομοκρατίας. Γι’ αυτές πιστεύει, αντίθετα, πως τελικά λειτουργούν υπέρ της άρχουσας τάξης, διευκολύνοντάς την να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων την ενίσχυση των μηχανισμών κρατικής καταστολής.

Η σημασία της Ρωσικής Επανάστασης παραμένει εξαιρετική, παρά τον εκφυλισμό της και την τελική κατάρρευση της.

Κατ’ αρχήν αποδεικνύει πως ο μαρξισμός, η θεωρία της ταξικής πάλης και της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη, έχει δοκιμαστεί ιστορικά κι έχει αποδείξει πως ισχύει. Από κει και πέρα αυτό που χρειάζεται είναι από τη μια να ερμηνευτεί το φαινόμενο του σταλινικού εκφυλισμού της και από την άλλη το γιατί η επανάσταση δεν επεκτάθηκε σε άλλες χώρες. Τα γραπτά του Λέοντα Τρότσκι αποτελούν την πιο πολύτιμη συμβολή στην κατανόηση αυτών των αιτιών.

Από τη στιγμή που ο σταλινισμός μπόρεσε να επικρατήσει στη Ρωσία, άρχισε να μετατρέπεται σε φρένο για την επέκταση της διεθνούς επανάστασης κι αυτό απόκτησε κάποια στιγμή θεωρητικό μανδύα με την «θεωρία των σταδίων». Εκατοντάδες επαναστάσεις και εξεγέρσεις στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα χάθηκαν /ηττήθηκαν, γιατί η σταλινική γραφειοκρατία δεν τους επέτρεπε να νικήσουν.

Με άλλα λόγια ο λόγος για τον οποίο μετά το 1917 δεν επεκτάθηκε η σοσιαλιστική επανάσταση εκτός της Σοβιετικής Ένωσης δεν είναι γιατί η ρωσική επανάσταση αποτελούσε μια εξαίρεση ή ένα «λάθος της ιστορίας» αλλά γιατί η γραφειοκρατία που ανάλαβε την εξουσία μετά τη νίκη της σταλινικής αντεπανάστασης στις γραμμές του Κομουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) δεν της επέτρεπε να επεκταθεί.

Η ανατροπή του καπιταλισμού σε μια σειρά χώρες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, δεν είχε τα χαρακτηριστικά εργατικών σοσιαλιστικών επαναστάσεων που να απειλούν το σταλινικό καθεστώς στη Σοβιετική Ένωση. Στην Ανατολική Ευρώπη τα καθεστώτα αυτά δημιουργήθηκαν με τη δύναμη των όπλων του Σοβιετικού στρατού – κατ’ επέκταση καθ’ εικόνα και ομοίωση του μοντέλου της ΕΣΣΔ. Όταν τα εργατικά κινήματα σε τέτοιες χώρες, επαναστάτησαν, όπως στην Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 στην Τσεχοσλοβακία το 1968, και στην Πολωνία επανειλημμένα, ο σοβιετικός στρατός, ή η απειλή του, χρησιμοποιήθηκε για να τα καταπνίξει.

Από την άλλη επαναστάσεις που έλαβαν χώρα σε υποανάπτυκτες χώρες, συχνά σε συνδυασμό με την πάλη για την αποδέσμευση από την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, στις δεκαετίες μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο (Κίνα, Κούβα, Βιετνάμ, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Ινδοκίνα, χώρες της Μέσης Ανατολής, κλπ) δεν ήταν σε θέση να απειλήσουν το σοβιετικό καθεστώς κατ’ αρχήν γιατί δεν είχαν τα μέσα για να προχωρήσουν προς το σοσιαλισμό όντας υποανάπτυκτες οικονομίες και κατά δεύτερον γιατί δεν είχαν επικεφαλής επαναστατικά διεθνιστικά κομμουνιστικά κόμματα που να ανήκουν σε μια αντίστοιχη προλεταριακή διεθνή. Τα αντάρτικα κινήματα δεν είναι σε θέση να κτίσουν το σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο στρατιωτικά πραξικοπήματα (όπως στη Μέση Ανατολή – Συρία, Αιθιοπία, κλπ). Σ’ αυτές όλες τις περιπτώσεις οι χώρες αυτές ήταν υποχρεωμένες να χτίσουν συστήματα στο πρότυπο του σοβιετικού σταλινικού μοντέλου, απόλυτα εξαρτημένων απ’ αυτό, κι εξίσου βάρβαρων αν όχι περισσότερο.

Η πρόβλεψη του Τρότσκι ότι αν το σταλινικό καθεστώς δεν ανατρεπόταν από την επανάσταση των σοβιετικών μαζών («πολιτική επανάσταση») οι οποίες να πάρουν την εξουσία και να χτίσουν το σοσιαλισμό, τότε η σταλινική γραφειοκρατία θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ιστορική παλινδρόμηση πίσω στον καπιταλισμό και πως οι πρώτοι καπιταλιστές θα ήταν οι ίδιοι οι γραφειοκράτες των ΚΚ, επιβεβαιώθηκε με εκπληκτικό τρόπο από τα γεγονότα του 1989-90 στη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες. Πρόκειται για μια από τις πιο μεγαλοφυείς ιστορικές προβλέψεις, αποτελεί δικαίωση της κριτικής του Τρότσκι απέναντι στον σταλινισμό και απόδειξη της ανωτερότητας του μαρξισμού σαν εργαλείο ανάλυσης, αφού κανένα άλλο πολιτικό ρεύμα δεν μπόρεσε να προβλέψει κάτι τέτοιο.

Η κρίση του σοβιετικού μοντέλου δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση στις δεκαετίες του ’60 και ’70 του ευρωκομουνισμού και του μαοϊσμού σαν μαζικά φαινόμενα. Σήμερα αυτά τα ρεύματα έχουν αποσυντεθεί ή περιθωριοποιηθεί εντελώς. Τα μαζικά ευρωκομμουνιστικά κόμματα, σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και αλλού, έχουν από καιρό σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί πλήρως αν δεν αποτελούν πλέον μαζί με την κλασσική σοσιαλδημοκρατία τον δεύτερο πυλώνα της αστικής διαχείρισης μετά τα χριστιανοδημοκρατικά/δεξιά κόμματα.

Ο ευρωκομουνισμός αντέδρασε στο σταλινισμό, αλλά οδηγήθηκε στην απάρνηση της επανάστασης, θεωρώντας πως ο σταλινισμός ήταν η φυσική εξέλιξη της επανάστασης και του Λενινισμού. Έτσι κατάληξε σε μια ιδιαίτερη μορφή του ρεφορμισμού. Όσον αφορά τη Σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματα που την εκφράζουν, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ οδηγήθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς στην αστικοποίηση, έχουν εγκαταλείψει πλήρως οποιαδήποτε ψήγματα φιλοεργατικών πολιτικών του παρελθόντος και πέρασαν ολοκληρωτικά στο αντίπαλο στρατόπεδο, της αστικής τάξης.

Ο μαοϊσμός έγινε ελκυστικός (απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς) διεθνώς, μέσα από τα συνθήματα της «πολιτιστικής επανάστασης» του Μάο. Όμως οι υποστηριχτές του δεν βλέπανε πως η ουσία του Μαοϊσμού ήτανε η μονοκομματική δικτατορία, η δικτατορία της ηγεσίας μέσα στο κόμμα και η προσωπολατρία. Ο Μαοϊσμός είναι ο Σταλινισμός με άλλο ένδυμα και είναι το ίδιο με το καθεστώς των επιγόνων του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση. Το γεγονός ότι οι επίγονοι του Μάο οδηγούν την Κίνα στον καπιταλισμό,  (όπως έκαναν και οι επίγονοι του Στάλιν, απλά μέσα από διαφορετικά μονοπάτια) δείχνει πως αυτή η εξέλιξη πηγάζει μέσα από τα οργανικά χαρακτηριστικά της μονοκομματικής δικτατορίας και της προνομιούχας γραφειοκρατικής τάξης. Αποδείχνει πως δεν είναι καθόλου τυχαία.

Η εμφάνιση αντάρτικων κινημάτων με μαζική ή σημαντική υποστήριξη από τον πληθυσμό είναι συχνά αναπόφευκτη σε χώρες του τρίτου κόσμου, αντιμέτωπες με εθνική/αποικιακή καταπίεση και δικτατορικά καθεστώτα. Το αντάρτικο ήταν μαζικό φαινόμενο στις δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τις νίκες στην Κίνα και την Κούβα. Σήμερα όχι τόσο, όμως σε μερικά τμήματα του πλανήτη, π.χ. Μέση Ανατολή, παραμένει βασική μορφή πάλης λόγω της εθνικής καταπίεσης από τη μια (Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν) και της περιορισμένης βιομηχανικής ανάπτυξης από την άλλη.

Οι επαναστάτες διεθνιστές κομμουνιστές δίνουν σε τέτοια αντάρτικα κινήματα «κριτική υποστήριξη». Ακόμα  κι όταν τα αντάρτικα έχουν σαφείς αριστερούς προσανατολισμούς και διακηρύσσουν την πάλη τους για τον «σοσιαλισμό», οι μαρξιστές εξηγούν πως είναι αδύνατο η κατάληψη της εξουσίας από τους αντάρτες να φέρει από μόνη της τον σοσιαλισμό. Είναι αδύνατο για αντάρτικα κινήματα να μπορέσουν να προχωρήσουν σε καθεστώτα εργατικής δημοκρατίας, γιατί αυτό είναι έξω και από την ταξική τους σύνθεση (οι αντάρτες προέρχονται μαζικά από αγροτικά στρώματα ενώ η εργατική δημοκρατία και ο σοσιαλισμός απαιτούν τη μαζική συμμετοχή της εργατικής τάξης) αλλά και έξω από τις παραδόσεις με τις οποίες λειτουργούν (στρατιωτική πειθαρχία, κι όχι συλλογική δημοκρατία και αποφάσεις).

Όταν μάλιστα τα αντάρτικα κινήματα έχουν έντονα εθνικιστικά και θρησκευτικά στοιχεία, η κριτική των επαναστατών κομμουνιστών προς τις ηγεσίες του αντάρτικου γίνεται ακόμα πιο αυστηρή, την ίδια στιγμή που η στήριξη του αγώνα του αντίστοιχου λαού είναι ολόψυχη.

Παρά την ασυμβίβαστη κριτική των μαρξιστών προς τα σταλινικά καθεστώτα, η καπιταλιστική παλινόρθωση αντιπροσώπευε μια σοβαρή ήττα για το εργατικό κίνημα, το αντιαποικιακό κίνημα και την αριστερά διεθνώς. Η συνείδηση οπισθοχώρησε, οι ιδέες του σοσιαλισμού, της ταξικής πάλης κλπ δέχτηκαν πλήγμα, η αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές μπήκαν σε μια μεγάλη ιδεολογική και υλική αντεπίθεση παίρνοντας πίσω σημαντικές εργατικές κατακτήσεις προηγούμενων δεκαετιών. Τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς μπήκαν σε κρίση ενώ τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας ακολούθησαν το δρόμο της αστικοποίησης.

Η ήττα αυτή και η οπισθοχώρηση της συνείδησης δεν ήταν δυνατό να κρατήσουν για πολύ. Μετά από τη σύγχυση και την οπισθοχώρηση του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’90, το κίνημα άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει στην αντεπίθεση με πιο σημαντική καμπή τα γεγονότα στο Σιάτλ, τον Νοέμβρη του ’99, που έδωσαν στο νεογέννητο κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση μια τεράστια ώθηση, βγάζοντας το στο προσκήνιο των εξελίξεων. Η εμφάνιση του κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αποτέλεσε τα πρώτα βήματα της αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος διεθνώς στη νέα εποχή.

Όσο τα πρώτα βήματα της αντεπίθεσης του κινήματος ήταν δύσκολα, λόγω της διάλυσης, χρεοκοπίας ή του ξεπουλήματος της παλιάς Αριστεράς, τόσο οι διαδικασίες αναζήτησης μίας νέας εναλλακτικής διεξόδου προς τα αριστερά επιταχύνεται λόγω αυτής της χρεοκοπίας. Η είσοδος στον 21ο αιώνα και η αναζήτηση μίας άλλης Αριστεράς, σε τελευταία ανάλυση επαναστατικής, έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι ο ρεφορμισμός και ο σταλινισμός, που κυριαρχούσαν στις δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι σήμερα εκτεθειμένοι, και χρεοκοπημένοι σε βαθμό που δεν έχει υπάρξει ξανά ιστορικά.

Η κατάρρευση και χρεοκοπία των παραδοσιακών κομμάτων της Αριστεράς, που λειτουργούσε σαν παράγοντας επιβράδυνσης της ταξικής συνείδησης στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετατρέπεται σε παράγοντα επιτάχυνσης των διαδικασιών αναζήτησης στην εποχή που άνοιξε μετά το Σιάτλ.

39. Παρά το πλεονέκτημα αυτό τα μαζικά στρώματα θα βγάλουν επαναστατικά συμπεράσματα μέσα από ένα σύνθετο δρόμο διαδοχικών προσεγγίσεων και όχι γραμμικά και αυτόματα. Η συνείδηση πάντα έπεται της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ρόλος των μαρξιστών είναι να χτίζουν της δυνάμεις τους και να παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στη συνείδηση των μαζών με στόχο να τις βοηθήσουν να βγάλουν συμπεράσματα και άρα να επηρεάσουν τελικά τις ίδιες τις αντικειμενικές εξελίξεις.

Tο κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση είναι στην πρώτη του περίοδο έντονα νεολαιίστικο και μικροαστικό, ιδιαίτερα στο ηγετικό του επίπεδο. Αυτό δεν μειώνει τη σημασία του. Συχνά στην ιστορία, πριν από την κίνηση του εργατικού-ταξικού κινήματος, έχουμε την κίνηση νεολαιίστικων στρωμάτων ή διανοουμένων. Ο Μάης του 1968 είναι ότι πιο χαρακτηριστικό. Από τα πρώτα του βήματα το κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση συνυπάρχει με τα κατακλυσμιαία γεγονότα στη Λατινική Αμερική, που μας επιτρέπουν να μιλάμε για μια  «ήπειρο σε επανάσταση», καθώς και με την άνοδο του ισλαμικού φονταμεταλισμού, την επίθεση στους δίδυμους πύργους, την ισλαμική τρομοκρατία και τη νέα επιθετικότητα του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Παράλληλα το εργατικό κίνημα και στον ανεπτυγμένο κόσμο δείχνει τα πρώτα δείγματα ανάκαμψης με μεγάλους αγώνες και γενικές απεργίες σε μια σειρά χώρες. Αυτά δείχνουν την αντιφατικότητα της εποχής στην οποία μπήκε η ανθρωπότητα με την είσοδο του 21ου αιώνα.

Χωρίς να υποτιμούν αυτή την αντιφατικότητα και αυτές τις δυσκολίες, οι επαναστάτες διεθνιστές κομμουνιστές επενδύουν στα θετικά της νέας κατάστασης, στα γεγονότα που αποδεικνύουν πως ο καπιταλισμός είναι ένα χρεοκοπημένο σύστημα και πως η επανάσταση είναι ζωντανή, επίκαιρη και αναγκαία. Γι’ αυτό μπαίνουν στη μάχη για το χτίσιμο των μαζικών επαναστατικών διεθνιστικών κομμάτων της εργατικής τάξης, που είναι απαραίτητα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου