02 Ιουνίου 2016

Συνδικαλιστικό κίνημα και νέες τακτικές

άρθρο του Ταξιάρχη Ευσταθίου από το περιοδικό "Σπάρτακος" τεύχος 120.

Καθήκον, λοιπόν, των κομμουνιστών είναι να προσπαθούν να μετατρέπουν τον οικονομικό αγώνα σε πολιτικό, και το εργαλείο για αυτό το καθήκον είναι το μεταβατικό πρόγραμμα που δένει τα άμεσα-οικονομικά αιτήματα με την ανάγκη κατάργησης του καπιταλισμού. Να ένα πρώτο βασικό μας καθήκον!

Το παρακάτω κείμενο χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο γίνεται μια συνοπτική αναφορά των αγώνων που έγιναν το πρόσφατο παρελθόν, πριν και μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Στο δεύτερο, γίνεται μια ανάλυση του ρόλου των συνδικάτων και της γραφειοκρατίας σε αυτά και επιχειρείται μια απάντηση στη διαφαινόμενη νέα τακτική στο συνδικαλιστικό κίνημα που προτείνεται από δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Οι τελευταίες μάχες πριν την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ

Εκκινούμε από την άνοιξη του 2014 όπου ο σημερινός δελφίνος της πρωθυπουργίας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ήταν τότε Υπουργός «Δημοσίου». Ένας σκληρός νεοφιλελεύθερος επικεφαλής ενός υπουργείου με αποστολή να «μεταρρυθμίσει» το δημόσιο σύμφωνα με τις επιταγές του κεφαλαίου. Ένα δημόσιο, όμως, που τα τελευταία χρόνια έδωσε σημαντικές μάχες βάζοντας εμπόδια.

Εκείνη την άνοιξη η κυβέρνηση Σαμαρά, παρά το ότι ήταν κοινοβουλευτικά πληγωμένη από την αποχώρηση της ΔΗMAP, συνεχίζει τις απόπειρες για μαζικές απολύσεις στο δημόσιο. Προσπαθεί να το πετύχει διαμέσου του επανελέγχου των παλιών συμβάσεων μονιμοποίησης και του νέου συστήματος αξιολόγησης όπου η ουσία του ήταν να φτιάξει μια μόνιμη δεξαμενή εργαζομένων υπό απόλυση (το 15% με τη χαμηλότερη βαθμολογία). Τους περίμενε ήττα και στα δυο μέτωπα. Υπενθυμίζουμε ότι βρισκόμασταν ενόψει Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών.

Αρκετοί Δήμοι αρνήθηκαν να δώσουν στοιχεία για τον «επανέλεγχο των συμβάσεων» και σε κάποιες περιπτώσεις, αρμόδιοι ελεγκτές του Υπουργείου επιχείρησαν επιτόπιες αυτοψίες αλλά σκόνταψαν σε δυναμικές αντιδράσεις. Το καλοκαίρι του ίδιο χρόνου, ακόμα περισσότερη άρνηση συνάντησε ο νόμος για την «αξιολόγηση» στο δημόσιο, όπου οι εργαζόμενοι κατάλαβαν ότι πρόκειται για ένα ανθρωποφάγο σχέδιο που ανά πάσα στιγμή ο καθένας θα απειλούνταν με απόλυση. Λίγους μήνες νωρίτερα, αξίζει να σημειωθεί και ο μεγάλος αγώνας που έδωσαν οι διοικητικοί υπάλληλοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου πάλι η κυβέρνηση δεν κατάφερε να απολύσει κανέναν.

Την περίοδο εκείνη δεν έλειψαν και οι μάχες εκτός δημοσίου, όπως για παράδειγμα η υπόθεση των εργατών της Cosco, της Coca Cola και του Μετρό αλλά και εκτός εργατικού κινήματος αξιοσημείωτη ήταν η μάχη στις Σκουριές και η υπόθεση Ρωμανού, που οπωσδήποτε τροφοδότησαν την κοινωνική αγανάκτηση και το κίνημα εν γένει.

Ένα από τα βασικά καθήκοντα για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση τη συγκεκριμένη περίοδο, ήταν να σπάσει τη μονιμότητα στο Δημόσιο, να καθιερωθεί ένα γερό νομικό πλαίσιο που να θεσμοθετεί αυτό το στόχο  ανοίγοντας το δρόμο για μαζικές απολύσεις και λοιπές «μεταρρυθμίσεις». Δεν το κατάφεραν. Το κίνημα έβαλε εμπόδια και ήταν παράγοντας που οδήγησε σε κατάσταση ασφυξίας την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση εκτίμησε ότι αν καταφύγει σε πρόωρες εκλογές  προτού φέρει νέα μέτρα και μνημόνιο, θα καταφέρει όχι να πάρει τις εκλογές, αλλά τουλάχιστον να μη διασυρθεί εκλογικά όπως το ΠΑΣΟΚ. Κάπως έτσι ξεμπερδέψαμε με την λαομίσητη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.

Πρόσφατοι αγώνες

Με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό μπήκε σαφώς σε μια διαφορετική κατάσταση. Η νέα αυτή κατάσταση δεν κράτησε παρά μόνο λίγους μήνες, μέχρι το δημοψήφισμα και το τρίτο μνημόνιο. Οι αυταπάτες της ρεφορμιστικής αριστεράς συνθλίφτηκαν σε χρόνο ρεκόρ από τις καπιταλιστικές μυλόπετρες της οικονομικής κρίσης. Το θετικό είναι ότι οι ίδιες αυταπάτες έσπασαν και σε μεγάλο μέρος των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, τόσο σχετικά με την δυνατότητα προοδευτικής διαχείρισης του καπιταλισμού, όσο και για το χαρακτήρα της EE και του ευρώ.

Έτσι μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού και τις εκλογές του Σεπτέμβρη, το μούδιασμα που ακολούθησε αποδείχτηκε προσωρινό. Η τάξη και τα καταπιεσμένα στρώματα δεν άργησαν να κινηθούν. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συνεχιζόμενη καπιταλιστική κρίση και άρα η εντεινόμενη επίθεση του κεφαλαίου δημιούργησαν από μόνες τους τις προϋποθέσεις για αυτήν την κίνηση. Αναφέρουμε τρία χαρακτηριστικά σημεία της πρόσφατης περιόδου. Πρώτα οι Πεντάμηνοι στους ΟΤΑ, μετά οι αγρότες και τέλος η μεγάλη πανεργατική στις 4 Φλεβάρη.

Ο αγώνας τον Πεντάμηνων είχε ξεχωριστή σημασία, μιας και ήταν μάλλον ο μεγαλύτερος ως τώρα αγώνας σε επίπεδο ελαστικά απασχολούμενων, τόσο σε ένταση και συμμετοχή όσο και σε διάρκεια. Η αντικαπιταλιστική αριστερά έδωσε σάρκα και οστά σε αυτό τον αγώνα ενώ η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος δεν έπαιξε καθόλου μικρό ρόλο στην όλη υπόθεση, απεναντίας.

Ανοίγοντας μια μικρή παρένθεση, αξίζει να αναφερθεί η αυθόρμητη φράση ενός μακροχρόνια άνεργου και μεσήλικα πεντάμηνου, που συμπυκνώνει με τον πιο γνήσιο τρόπο τη μαρξική ρήση που τονίζει ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι που γεννάει τον νεκροθάφτη του: «Τι ζητάμε; Δουλειά ζητάμε! Υπάρχει ποιο τίμιο πράγμα από αυτό; Δε ζητάμε να καθόμαστε και να μας πληρώνουν, να δουλέψουμε θέλουμε». Τον εργάτη αυτόν δεν τον ξετρυπώσαμε εμείς από το σπίτι του για να τον βάλουμε στον αγώνα, μας τον έφερε ο ίδιος ο καπιταλισμός και η κρίση του στα συνδικάτα μας.

Μετά τους πεντάμηνους, οι αγρότες πήραν τη σκυτάλη και για μερικές εβδομάδες ήταν το επίκεντρο της επικαιρότητας. Το μέτωπο αυτό αν και διαταξικό, είχε σαφώς στοιχεία λαϊκά που θίγονται και ανέβηκαν οργισμένα στην Αθήνα. Ωστόσο τα αιτήματα τους παρέμειναν συντεχνιακά, ενώ αργά και σταθερά η διαμαρτυρία τους εκφυλίστηκε και εξαργυρώθηκε. Το θετικό της υπόθεσης είναι καταρχήν ότι τα κομμάτια αυτά αν και ευαίσθητα στη φασιστική ρητορεία, τελικά δεν μολύνθηκαν αποφασιστικά, ούτε τα ηγεμόνευσαν οι φασίστες αν και προσπάθησαν. Το έτερο θετικό είναι ότι οι κινητοποιήσεις τους διατήρησαν ένα αγωνιστικό κλίμα το οποίο και έδωσε ορμή στην πανερ­γατική του Φλεβάρη. Η τελική εικόνα όμως που παραμένει παγωμένη στις οθόνες μας, είναι η στημένη παρέλαση των 15 τρακτέρ του μπλόκου της Νίκαιας με τη σύμφωνη γνώμη και προστασία της ΕΛΑΣ, καθώς και τα τσίπουρα Μπούτα και Τσίπρα.

Η πανεργατική απεργία στις 4 Φλεβάρη ενάντια στο ασφαλιστικό έκτρωμα και με την τεράστια συμμετοχή της σε πανελλαδική εμβέλεια, σηματοδοτεί μια νέα εκκίνηση του εργατικού κινήματος. Ήταν μια στιγμή που έδειξε ότι το κίνημα είναι και θα παραμείνει εδώ, οπλισμένο για νέες μάχες και πιθανότατα με λιγότερες αυταπάτες. Κάπως έτσι αναδύεται μια νέα περίοδος, και η κουβέντα για την τακτική μας στο κίνημα δεν λέει να ανοίξει αποφασιστικά και με οργανωμένο τρόπο.

Από αυτή την πρόσφατη εικόνα αλλά και τις μάχες που έδωσε το συνδικαλιστικό κίνημα (εφεξής σ.κ.) όλη την προηγούμενη μνημονιακή περίοδο, το πλειοψηφικό κομμάτι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναρωτώμενο «γιατί το κίνημα δεν κέρδισε», καταλήγει στην ανάγκη αλλαγής τακτικής μέσα στο σ. κ. με σκοπό την ανασυγκρότησή του σε ταξική νικηφόρα κατεύθυνση. Στο στόχαστρο μπαίνει κυρίως η ηγετική κλίκα της ΓΣΕΕ.

Η λογική του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα και των χωριστών συγκεντρώσεων

Η αλλαγή αυτή τακτικής εκφράζεται με τη λογική ενός «ανεξάρτητου κέντρου αγώνα» με μόνιμο χαρακτήρα και με όργανα-εργαλεία που θα προωθούν αυτό το σχέδιο. Τα όργανα αυτά είναι η «Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων για συντονισμό», η συνέλευση της πρωτοβουλίας αυτής και η «γραμματεία» της που αποτελείται από σωματεία που μετέχουν με απόφαση. Παράλληλα, προκρίνονται και οι χωριστές απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες από τα συνδικάτα και τις ομοσπονδίες, κάτι που οδηγεί σε χωροταξικό και φυσικό διαχωρισμό με/από την τάξη όταν αυτή απεργεί. Το βασικό ερώτημα, λοιπόν, είναι αν αυτή η τακτική μπορεί να υπερβεί τον προδοτικό ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (εφεξής σ.γ.). μέσα στα συνδικάτα.

Να σημειώσουμε καταρχήν ότι αντί για τον όρο «σ.γ.» οι δυνάμεις αυτές χρησιμοποιούν τους όρους κυβερνητικός ή εργοδοτικός συνδικαλισμός, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι πρόκειται για κάτι χειρότερο από την ίδια τη γραφειοκρατία που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε.

Στο σχετικό διάλογο που έχει ανοίξει δεν έλειψαν και νεωτερισμοί του στιλ «η ΓΣΕΕ είναι εργοδοτικός συνδικαλισμός, διότι η ίδια απασχολεί εργαζόμενους με ελαστικές μορφές εργασίας» [1]. Ο νεωτερισμός αυτός προσδιορίζει την έννοια του εργοδοτικού συνδικαλισμού, όχι ως κομμάτι που κάνει πλάτες σε εργοδοσία και κράτος, αλλά ως κομμάτι που είναι το ίδιο εργοδότης! Δηλαδή εργοδοτικοί συνδικαλιστές είναι αυτοί που ταυτόχρονα είναι συνδικαλιστές και εργοδότες. Συνεπώς, με την ίδια σοβαρότητα που χαρακτηρίζει το πιο πάνω σκεπτικό, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για επιπλέον ήττα του κινήματος, μιας και διευρύνεται το στρατόπεδο του εργοδοτικού συνδικαλισμού με άτομα όπως ο νυν και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας και Δ. Δασκαλόπουλος, που είναι ταυτόχρονα «συνδικαλιστές» και εργοδότες. Επίσης, στον προσυνεδριακό διάλογο ενόψει της 3ης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εκφράστηκαν απόψεις που υποστηρίζουν το χτίσιμο «παράλληλων εργατικών δομών» [2] σε αντιπαράθεση με τα υπάρχοντα συνδικάτα.

Ανοίγοντας αυτή την κουβέντα κρίνεται σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι οι δυνάμεις που συγκροτούν το πλειοψηφικό μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αμέσως μετά το τελευταίο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ το Νοέμβρη του 2013, πρότειναν αγωνιστικό προεδρείο σε ΠΑΜΕ, ΜΕΤΑ, ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛ­ΛΗΛΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ (Μπαλασόπουλος) ακόμα και στον διαφωνού­ντα της ΠΑΣΚ Οδ. Ντριβαλά που ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ. Αυτό δεν ευδοκίμησε, ωστόσο οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ συνέχισαν για πολλούς μήνες και ψήφιζαν για πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ τον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ Γρ. Καλομοίρη όποτε έμπαινε τέτοιο ζήτημα στην ατζέντα.

Οι ίδιες δυνάμεις σήμερα, υπερθεματίζουν της αριστερής κριτικής στο ΣΥΡΙΖΑ σπρώχνοντάς τον στον πολιτικό χάρτη όσο πιο δεξιά γίνεται, χαρακτηρίζοντας ενίοτε ως φιλοΣυριζαίους όσους δεν κρατούν παρόμοια στάση. Και από το κοντινό 2013 και το «αγωνιστικό προεδρείο» που προτάθηκε σε Μπαλασόπουλο και Ντριβαλά, σήμερα φτάσαμε στο να χαρακτηρίζεται «αριστερό άκρο της γραφειοκρατίας» όποιος πλησιάσει σε συγκέντρωση της ΓΣΕΕ / ΑΔΕ­ΔΥ μη έχοντας λάβει τις απαραίτητες υγειονομικές αποστάσεις ασφαλείας. Για την ιστορία, σχετικά με εκείνη την πρόταση περί αγωνιστικού προεδρείου, συνδικαλιστές της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος (μη εκλεγμένοι σε όργανα της ΑΔΕΔΥ) εξέφρασαν έντονο σκεπτικισμό και αντιρρήσεις σε συνεδρίαση των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ εκείνη την περίοδο.

Έτσι λοιπόν η νέα αυτή τακτική εκφράζεται με το «ανεξάρτητο κέντρο αγώνα», την αντίστοιχη πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων, τις μόνιμα χωριστές συγκεντρώσεις και ενδεχόμενα τη δημιουργία παράλληλων εργατικών δομών δίπλα στα υπάρχοντα συνδικάτα.

Συνδικάτα και συνδικαλιστική γραφειοκρατία

Ανοίγοντας αυτή τη κουβέντα είναι αναγκαίο να έχουμε μια σαφή εικόνα για τη φύση των συνδικάτων, το ρόλο τους και τα όρια τους. Σε θεωρητικό επίπεδο, το ζήτημα αυτό έχει αναλυθεί εκτενώς μέσα από τις στήλες του «ΣΠΑΡΤΆΚΟΥ», και ενδεικτικό είναι ένα παλαιότερο άρθρο του συντρόφου Η. Λοϊζου [3] όπου υπάρχει πλούσια θεωρητική τεκμηρίωση βασισμένη στη σκέψη των κλασικών του μαρξισμού. Ας δώσουμε παρακάτω μερικές περικοπές από εκείνο το άρθρο, χρήσιμες για την κουβέντα.

Στο κείμενο αναφέρεται ότι «η γραφειοκρατία δεν είναι ούτε πρακτοριλίκια, ούτε άθροισμα λαθών ή λανθασμένων τακτικών, είναι φαινόμενο δεμένο με την ηγεμονία της αστικής τάξης πάνω στους εργαζόμενους, και μια κριτική για τα αδιέξοδά μας πρέπει να ξεκινάει από αυτήν την αφετηρία. Οι εργαζόμενοι μέσα στον καπιταλισμό, σε συνθήκες ομαλότητας, κυριαρχούνται σε όλα τα πεδία: οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό..».

Σε άλλο σημείο αναφερόμενο στη σκέψη του Α. Γκράμσι γράφει ότι «η κυριαρχία της σ.γ. αντανακλά τη συνείδηση της εργατικής τάξης στη μη επαναστατική καθημερινότητα του καπιταλισμού». Μια τρίτη σκέψη προερχόμενη από τον Λ. Τρότσκι μας λέει ότι «οι οπορτουνιστικές, εθνικιστικές, ρατσιστικές, θρησκευτικές, πατριαρχικές τάσεις μέσα στα συνδικάτα και την ηγεσία τους, εκφράζουν το γεγονός ότι τα συνδικάτα αγκαλιάζουν ή θέλουν να καλύψουν όχι μόνο την πρωτοπορία τη τάξης, αλλά και τα πιο καθυστερημένα στοιχεία της. Η αδύνατη πλευρά του συνδικαλισμού πηγάζει έτσι από την ίδια τη δύναμή του [τη μαζικότητα του δηλαδή]».

Από την παραπάνω ανάλυση συνάγεται το βασικό συμπέρασμα ότι για τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί μέσα στο σ.κ. δεν ευθύνεται απλά και μόνο η γραφειοκρατία. Είναι σαφές ότι οι αντιλήψεις που αναφέρονται στην τρίτη περικοπή ενυπάρχουν αυτούσιες και σήμερα μέσα στο σ.κ. Δεν αμφιβάλει κανείς ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης δεν έχει ταξική συνείδηση! Είναι όμως σκέτη υπερβολή για όλες αυτές τις εκφυλιστικές αντιλήψεις, που οπωσδήποτε βάζουν φραγμό στην ανάπτυξη ενός νικηφόρου κινήματος, να κατηγορήσουμε τον Παναγόπουλο, θα του δίναμε άλλωστε τεράστια αξία κάτι που καθόλου δεν θα του ταίριαζε. Ο κοινωνικός εταιρισμός, η ταξική συναίνεση, το «ταβάνι» στις πολιτικές και οικονομικές διεκδικήσεις και η ηγεμονία της αστικής πολιτικής μέσα στο σ.κ., δεν είναι κάτι που ο καπιταλισμός το οφείλει αποκλειστικά στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία όπως υποστηρίζουν ορισμένες απόψεις. Η γραφειοκρατία σαφώς και έχει μερίδιο ευθύνης (ή επιτυχίας), αλλά για να ακριβολογούμε, δεν παίζει ούτε το μοναδικό ούτε τον κύριο ρόλο στην ολοκληρωτική καθυπόταξη της εργατικής τάξης στα καπιταλιστικά δεσμά. Και η «υλική βάση της γραφειοκρατίας» δεν είναι (μόνο) τα εκατομμύρια των κρατικών και κοινοτικών ευρώ που αυτή διαχειρίζεται. Διότι αν είναι έτσι, τότε ποια ήταν η υλική βάση της γραφειοκρατίας 50 ή 100 χρόνια πριν, που πάλι υπήρχε ως τέτοια και από τότε κεντούσε παρόμοια υφαντά;

Είναι εξίσου προβληματικό το να θέλεις να στείλεις στην πυρά τον Παναγόπουλο αλλά να γλυκοκοιτάζεις τον Λαφαζάνη, όταν ξέρουμε ότι πολλοί Παναγόπουλοι και Μπαλασόπουλοι μαζί μας φτιάχνουν έναν Λαφαζάνη.

Γενικά, όταν αναλύουμε την οποιαδήποτε κατάσταση δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ως μαρξιστές οφείλουμε να χρησιμοποιούμε συγκεκριμένα ερμηνευτικά εργαλεία που j έχουν αποδειχθεί ότι εξάγουν συμπεράσματα μεγάλης ακρίβειας. Συγκεκριμένα, δεν μπορούμε να κινούμαστε εκτός του πλαισίου που βάζει η υλιστική αντίληψη της ιστορίας.

Δίνοντας για λίγο το λόγο στον Κ. Μαρξ [4], μας λέει ότι «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι εισέρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγής... Η ολότητα αυτών των σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν συγκεκριμένες μορφές συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής...». Με απλά λόγια προσαρμοσμένα στην περίπτωσή μας, η παραπάνω περίφημη περικοπή -από την οποία γεννήθηκε το σχήμα βάση/εποικοδόμημα- μας λέει ότι η στρεβλή συνείδηση που κυριαρχεί μέσα στο σ.κ. έχει να κάνει με την ολική λειτουργία και φιλοσοφία του καπιταλιστικού συστήματος και τις υλικές συνθήκες που διαμορφώνει (ιδιαίτερα τις παραγωγικές σχέσεις). Όλες οι προβληματικές αντιλήψεις που περιγράφονται παραπάνω, που αναπαράγονται μέσα στο εργατικό κίνημα και που εμποδίζουν την ανάπτυξή του, γεννιούνται και αναπτύσσονται από αυτή την ίδια καλορυθμισμένη καπιταλιστική ορχήστρα, όπου κάθε βιολί παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο και που όλα μαζί συντο­νισμένα εξάγουν τη μελωδία κυριαρχίας και αναπαραγωγής της αστικής κοινωνίας.

Επανερχόμενοι στο παλιότερο κείμενο του «ΣΠΑΡΤΑΚΟΥ», δίνουμε με μια ακόμη περικοπή για την Λενινιστική αντίληψη για τα συνδικάτα όπως εκφράζεται στο Τι να κάνουμε: «Το μόνο που πετυχαίνουν τα συνδικάτα είναι να εκπαιδεύουν τους πωλητές της εργατικής δύναμης να πουλάνε το εμπόρευμα που κατέχουν (εργατική δύναμη) με πιο επωφελής όρους και να παλεύουν με τους αγοραστές στο πεδίο μιας καθαρά οικονομικής πράξης». Από αυτό πρέπει να συμπεράνουμε ότι τα συνδικάτα από τη φύση τους δεν είναι επαναστατικοί φορείς. Ο Λένιν έλεγε ακόμα ότι «η συνδικαλιστική πολιτική είναι η αστική πολιτική μέσα στο εργατικό κίνημα», ακριβώς γιατί παρά την ενδεχόμενη σφοδρότητα ορισμένων συγκρούσεων των εργατών με κράτος και εργοδοσία, ποτέ δεν παύει αυτή η σύγκρουση να λαμβάνει χώρα εντός του αστικού πλαισίου, το οποίο ποτέ δεν αμφισβητείται αφού γίνεται αποδεκτή η μισθωτή εργασία ως τέτοια. Ποτέ το σ.κ. δεν έβαλε ζήτημα κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς. Μέσα στα συνδικάτα αυτό που αναπτύσσεται κυρίαρχα είναι ο οικονομικός αγώνας (αύξηση μισθού) και όχι ο πολιτικός αγώνας που είναι η κατάργηση καπιταλισμού και μισθωτής σκλαβιάς. Καθήκον, λοιπόν, των κομμουνιστών είναι να προσπαθούν να μετατρέψουν τον οικονομικό αγώνα σε πολιτικό, και το εργαλείο για αυτό το καθήκον είναι το μεταβατικό πρόγραμμα που δένει τα άμεσα οικονομικά αιτήματα με την ανάγκη κατάργησης του καπιταλισμού. Να ένα πρώτο βασικό μας καθήκον!

Με βάση τα παραπάνω είναι επίσης προβληματικό και το σημείο 53 στις πρόσφατες «Θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», όπου μιλώντας για τη ΓΣΕΕ μας πληροφορεί ότι «Πρόκειται για μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργοδοτών μέσα στην εργατική τάξη». Καταρχήν, η φράση αυτή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η συγκεκριμένη σ.γ. παλιότερα εκπροσωπούσε μόνο τα συμφέροντα της εργασίας. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο ισχύει. Η σ.γ. δεν είναι παρά ένα ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας που παζαρεύει την τιμή και τους όρους της εργασίας, είναι ο συμβιβαστής που φέρνει σε ισορροπία τα συμφέροντα της εργοδοσίας με τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων, εξασφαλίζοντας πάντα την εργασιακή ειρήνη και τη νομιμότητα. Έτσι η γραφειοκρατία, ως ιδιαίτερο στρώμα με δικά της συμφέροντα, είναι πάντοτε συντηρητική και αντιδραστική από τη φύση της και ποτέ δεν υπήρξε ούτε και θα υπάρξει επαναστατική γραφειοκρατία.

Αυτά που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι δυο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι η συμπεριφορά της σ.γ. ετε­ροκαθορίζεται από την φάση του οικονομικού κύκλου, δηλαδή την περίοδο της κρίσης που κράτος και εργοδοσία γίνονται αντιδραστικοί ώστε να αποσπάσουν περισσότερη υπεραξία από τους εργαζόμενους, είναι επόμενο ότι μειώνεται και η διαπραγματευτική ισχύς της γραφειοκρατίας. Δηλαδή δεν μετατράπηκε ξαφνικά ο Παναγόπουλος από ικανός διαπραγματευτής σε στυγνός εκπρόσωπος της εργοδοσίας. Το δεύτερο σημαντικό είναι ότι η σ.γ. δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν συνδικάτα, άρα και οι πιο ξεπουλημένοι συνδικαλιστές θέλουν να υπάρχουν συνδικάτα και να έχουν μέλη. Επίσης, θέλουν σε ένα βαθμό να υπάρχει και ταξική πάλη ώστε να προκύπτει η ανάγκη για τον διαπραγματευτικό / συμβιβαστικό τους ρόλο. Όποιος φαντάζεται ότι η σ.γ. θέλει να διαλύσει τα συνδικάτα και να υπάρξει μια κατάσταση πλέριας ταξικής συνεργασίας, κάνει λάθος. Γιατί πολύ απλά σε μια τέτοια περίπτωση η γραφειοκρατία θα έχανε το ρόλο της και συνεπώς τα οφίτσια της.

Τέλος, όταν αναφερόμαστε στα συνδικάτα, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε τις θέσεις του Λένιν όπως αυτές εκφράζονται στον «Αριστερισμό», και μάλιστα σε ειδικό κεφάλαιο με τίτλο «Πρέπει οι κομμουνιστές να δουλεύουν μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα;». Ας πάρουμε ένα χαρακτηριστικό σημείο: «[...] τέτοια ανοησία κάνουν οι 'αριστεροί' Γερμανοί κομμουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων, βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα. Να αρνούνται να δουλέψουν μέσα σε αυτά! Να δημιουργήσουν νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη[...]».

Συμπερασματικά

Τα συνδικάτα είναι καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος με τον οποίο οι επαναστάτες γειώνονται με την εργατική τάξη. Εκεί θα συναντηθούμε και θα γνωριστούμε την πλατιά μάζα των καταπιεσμένων, εκεί θα αναμετρηθούν οι απόψεις μας με όλες τις άλλες, εκεί είναι το πιο κατάλληλο εργαστήριο ζύμωσης του μεταβατικού μας προγράμματος. Κάνοντας το λάθος να δημιουργήσουμε επινοημένα κόκκινα συνδικάτα αποτελούμενα στην ουσία μόνο από την πρωτοπορία και ξοδεύοντας το χρόνο μας σε αυτά, χάνουμε σταδιακά την επαφή μας με την τάξη. Το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει μια τέτοια δομή είναι να συσπειρώσει τα μέλη, τους φίλους και κάποιους ψηφοφόρους της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ο Λένιν παραπάνω είναι πολύ αυστηρός σε αυτό το ζήτημα.

Δεν ισχυριζόμαστε ότι η λογική του «ανεξάρτητου κέντρου αγώνα» που φιλοδοξεί να συμβάλει στην «ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος», ισοδυναμεί με το να φεύ­γεις από τα συνδικάτα, όπως κάποτε έκαναν παραπάνω οι «αριστεροί Γερμανοί κομμουνιστές». Αλλά όσο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για αποχώρηση από τα συνδικάτα, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για απομάκρυνση από τα συνδικάτα, και ότι η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων για Συντονισμό όντως μοιάζει μια επινοημένη μορφή εργατικής οργάνωσης, όπως για παράδειγμα το ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΟΤΑ που επινόησε το ΠΑΜΕ. Με τη διαφορά -και αυτό έχει τη σημασία του- ότι το εν λόγο επινοημένο Συνδικάτο, παρότι κλαδικό, πετυχαίνει μεγαλύτερη συσπείρωση από την Πρωτοβουλία που είναι διακλαδική δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, δύσκολα μπορεί κανείς να μιλήσει όντως για μια πραγματική και από τα κάτω πρωτοβουλία ορισμένων πρωτοβάθμιων σωματείων. Περισσότερο μοιάζει με πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων Διοικητικών Συμβουλίων (που ελέγχει η αντικαπιταλιστική αριστερά) εν απουσία της βάσης. Δηλαδή ουσιαστικά είναι ένας συντονισμός της πρωτοπορίας, κάτι που είναι σαφώς αναγκαίο και δεν υπάρχει σήμερα μια τέτοια ενιαία δομή (υπάρχουν τουλάχιστον δυο τέτοιοι συντονισμοί). Αν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο ας το πούμε με το όνομά του. Αλλά είναι άλλο αυτό, και άλλο να κινούμαστε σε μια λογική που ενδεχομένως οδηγήσει και παράλληλες δομές, χωροταξικό διαχωρισμό και άρα σε απομάκρυνση από την εργατική τάξη.

Δεν θέλουμε να απουσιάζουμε από την τάξη όταν αυτή κινείται, ούτε θέλουμε να αφήνουμε τελείως άδειο το γήπεδο στους γραφειοκράτες ώστε να καθορίζουν αυτοί τα συνθήματα και τον παλμό των διαδηλώσεων, ούτε και να τους δίνουμε λαβή να λένε στους εργαζόμενους «αυτοί είναι διασπαστές, ζήλεψαν το ΠΑΜΕ». Πρέπει να φτιάχνουμε συνδικάτα εκεί που δεν υπάρχουν και να χτίζουμε αντικαπιταλιστικά σχήματα σε κάθε συνδικάτο, και διαμέσου αυτών να διευρύνουμε την επιρροή μας και να διαχωρίζουμε τη θέση μας από τους γραφειοκράτες και τους ρεφορμιστές. Να ένα ακόμα βασικό μας καθήκον. Ο Λένιν στον «Αριστερισμό», αναφέρει ότι υπήρχε μια κάποια αντιδραστικότητα των συνδικάτων ακόμα και σε συνθήκες δικτατορίας του προλεταριάτου και μάλιστα τη χαρακτηρίζει ως αναπόφευκτη! Αυτοί που υποστηρίζουν ότι η επαναστατική αλλαγή θα γίνει διαμέσου των συνδικάτων είναι οι Αναρχοσυνδικαλιστές. Η μαρξιστική - λενινιστική θεωρία σωστά αντιλαμβάνεται ότι τα συνδικάτα από τη φύση τους δεν ήταν ποτέ ούτε και μπορούν να γίνουν επαναστατικά, γιατί διαφορετικά δεν θα υπήρχε η ανάγκη για επαναστατικό κόμμα. Η δομή που πρέπει να μας διαχωρίζει απόλυτα με την σ.γ. και το ρεφορμισμό είναι ακριβώς το επαναστατικό μέτωπο και κόμμα.

Θέλουμε λοιπόν πλατιά συνδικάτα που να αγκαλιάζουν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, και επαναστατικό κόμμα που να διαχωρίζεται απόλυτα και ξεκάθαρα από τη σ.γ. και τον ρεφορμισμό. Και δυστυχώς, διαπιστώνουμε ότι η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σε μια ακριβώς αντίστροφη τροχιά έχοντας αναποδογυρίσει αυτή τη λογική: προτείνει στένεμα των συνδικάτων όπου θα συσπειρώνεται η πρωτοπορία και οι αγωνιστές, και πλάτεμα του αντικαπιταλιστικού μετώπου διαμέσου της πολιτικής συνεργασίας με δυνάμεις του ρεφορμισμού.

Υποστηρίζουμε ότι η λογική του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα και κυρίως, πρωτοβουλίες και συντονισμοί σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, μπορούν και καταφέρνουν να παίξουν σημαντικό ρόλο, αλλά σε περιόδους που η τάξη κινείται πραγματικά και που η ίδια η ανάπτυξη της ταξικής πάλης ζητά απεγνωσμένα και αυθόρμητα τέτοια εργαλεία για να κάνει τη δουλειά της. Τέτοια περίπτωση ήταν για παράδειγμα ο πρόσφατος και εξαιρετικά πετυχημένος Συντονισμός των Πεντά­μηνων, ο οποίος βγήκε σχεδόν από μόνος του. Και ας δούμε και το εξής σημαντικό: παράλληλα με τον Συντονισμό των Πεντάμηνων ήδη λειτουργούσε και η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Με ποιο λοιπόν τρόπο και σε ποια ακριβώς στιγμή ο δεύτερος συντονισμός τροφοδότησε τον πρώτο; Με κανέναν και πουθενά. Παρόμοια περίπτωση από τα κάτω συντονισμού ήταν τον Οκτώβρη του 2011 πάλι στους ΟΤΑ, όπου 7-8 πρωτοβάθμια σωματεία στην Αττική (Βόρεια Προάστια) έφτασαν να κάνουν πορεία με αρκετές εκατοντάδες εργαζόμενους. Εκείνος ο συντονισμός έπαιξε και ρόλο στην ανάπτυξη των καταλήψεων σε δημόσιους χώρους των ΟΤΑ εκείνη την περίοδο ενώ ανάλογες πρωτοβουλίες ξεπετάχτηκαν και αλλού.

Συνεπώς οι πραγματικοί Συντονισμοί πρωτοβάθμιων σωματείων γεννιούνται με την όξυνση της ταξικής πάλης και παύουν με την άμβλυνση της, μέχρι να αυτή να οξυνθεί εκ νέου και να ξαναγεννηθούν με άλλους όρους και περισσότερη πείρα. Ένας μόνιμος Συντονισμός παντός καιρού και δια πάσα νόσο, μοιάζει περισσότερο με επινοημένη μορφή εργατικής οργάνωσης που λειτουργεί εν απουσία της βάσης, και λιγότερο με πραγματικό συντονισμό σαν αυτούς που εμείς οι ίδιοι φτιάξαμε όπως παραπάνω. Ο τεχνητός αυτός Συντονισμός και ο χωροταξικός διαχωρισμός των ανεξάρτητων ταξικών συγκεντρώσεων, είναι στην ουσία τους οργανωτίστικες μέθοδοι για το ξεπέρασμα του προβλήματος.

Η ηγεμονία της αστικής πολιτικής μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, η αναγκαία προσπάθεια των επαναστατών για την πολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού αγώνα σε ταξική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και η πραγματική (όχι απλά εκλογική) αλλαγή των σημερινών συσχετισμών στα συνδικάτα υπέρ μας, είναι συνολικά ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Και όπως ξέρουμε μέχρι σήμερα, τα πολιτικά ζητήματα δεν λύνονται με οργανωτικό τρόπο.

Υποσημειώσεις:

1. Δέσποινα Κουτσούμπα, 2015, Εκτός από τον γραφειοκρατικό, υπάρχει και ο εργοδοτικός συνδικαλισμός,

2. Μανίκας / Πετροβίτσος / Χαραλαμπόπουλος, 2016, Αν δεν πάει "αλλιώς" δεν θα πάει "καθόλου", 

3. Ηλίας Λοίζος, 2009, Ρεφορμισμός και συνδικαλιστική γραφειοκρατία, περιοδικό ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ τ.98

4. Κ, Μάρξ, 2013, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Σύγχρονη Εποχή, σελ 19.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου